- αιθριάζω
- αιθρίασα, ξαστερώνω, ξανοίγω: Ο καιρός άρχισε να αιθριάζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιθριάζω — (Α αἰθριάζω) νεοελλ. (για τον ουρανό και τον καιρό) γίνομαι αίθριος, ξαστερώνω αρχ. 1. κάνω τον ουρανό αίθριο, ξάστερο 2. βρίσκομαι στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρία. ΠΑΡ νεοελλ. αιθρίαση, αιθρίασμα] … Dictionary of Greek
ὑπαιθριάσας — ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) ὑπαιθριά̱σᾱς , ὑπό αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιθριάζω — Α αιθριάζω συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθριάζω (< αἴθριος «διαυγής»)] … Dictionary of Greek
ἐναιθρίαζε — ἐν αἰθριάζω clear the sky pres imperat act 2nd sg ἐν αἰθριάζω clear the sky imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξῃθριασμένων — ἐκ αἰθριάζω clear the sky perf part mp fem gen pl ἐκ αἰθριάζω clear the sky perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
уясняю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} глаг. (καταλάμπω) озаряю; (φαιδρύνω) просвещаю; (αἰθριάζω) проясняю … Словарь церковнославянского языка
αίθρος — αἶθρος, ο (Α) καθαρός και ψυχρός αέρας τού πρωινού, ψύχος, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ. ΠΑΡ. αιθριάζω, αρχ. αἰθριῶ] … Dictionary of Greek
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
αιθρίαση — η [αιθριάζω] το αιθρίασμα … Dictionary of Greek
αιθρίασμα — το [αιθριάζω] βελτίωση τού καιρού, ξαστέρωμα … Dictionary of Greek